- σημειοσκόπος
- σημειο-σκόπος, ὁ,A one who observes omens, diviner, Al. 1 Ki. 28.3,9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σημειοσκόπος — ὁ, Α αυτός που εξετάζει και ερμηνεύει τα σημεία, οιωνοσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος] … Dictionary of Greek
σημειοσκόπων — σημειοσκόπος one who observes omens masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
σημειοσκοπία — ἡ, Μ [σημειοσκόπος] η εξέταση τών σημείων τού μέλλοντος, τών οιωνών, η μαντική … Dictionary of Greek
σημειοσκοπούμαι — έομαι, Α [σημειοσκόπος] μαντεύω … Dictionary of Greek